τάσι

τάσι
το
(λ. τουρκ.)
1. μεταλλικό πλατύστομο κύπελλο νερού, κρασιού κτλ.
2. σταχτοδοχείο, πιατάκι τσιγάρου.
3. ορειχάλκινος δίσκος της σύγχρονης ορχήστρας, κλαπατσίμπαλο.
4. δίσκος ζυγαριάς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τάσι — το, Ν 1. μεταλλικό πλατύστομο κύπελλο με το οποίο πίνεται νερό ή άλλο ποτό («η μια κερνάει με το γυαλί... κι η τρίτη η καλύτερη μ ένα ασημένιο τάσι», δημ. τραγούδι) 2. ο μεταλικός δίσκος ζυγαριάς 3. σταχτοδοχείο 4. τεχνολ. μεταλλικό διακοσμητικό… …   Dictionary of Greek

  • τάσις — τάσῑς , τάσις stretching fem acc pl (epic doric ionic aeolic) τάσις stretching fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Tasi, Patras — Tasi (Greek: Τάσι), also with the a accented is a neighbourhood in the city of Patras. It is located close to the castle in the modern upper city. During the Frankish rule, it constructed a square named Tasso. During the Turkish rule, the area… …   Wikipedia

  • αρύταινα — ἀρύταινα, η (Α) 1. είδος δοχείου με μακρύ στενό στόμιο με το οποίο γέμιζαν λάδι τους λύχνους 2. λεκανάκι ή τάσι που χρησιμοποιούσαν στα λουτρά για να ρίχνουν επάνω τους νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρύτω, αττ. τ. του ρ. αρύω ή < αρυτήρ < αρύω] …   Dictionary of Greek

  • κρασοτάσι — το το κύπελλο τού κρασιού, το κρασοπότηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρασί + τάσι «κύπελλο»] …   Dictionary of Greek

  • ξυλογλυπτική — Η τέχνη της απεικόνισης, πάνω σε ξύλο, διαφόρων μορφών ή καλλιτεχνικών σχεδίων. Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και περισσότερο διαδομένες τέχνες σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι αρχαίοι αναπτύξανε την ξ., όχι μόνο για διακοσμητικούς λόγους αλλά και… …   Dictionary of Greek

  • ταμπλάς — (I) και ταβλάς, ο, Ν 1. ξύλινος δίσκος πάνω στον οποίο τοποθετούν οι πλανόδιοι πωλητές το εμπόρευμά τους («τού έπεσε ο ταμπλάς με τα κουλούρια») 2. ο δίσκος, το τάσι τής ζυγαριάς 3. τετράγωνη σανίδα θύρας, θυροφυλλου ή επίπλου τοποθετημένη μέσα… …   Dictionary of Greek

  • τασάκι — το, Ν [τάσι] υποκορ. μικρό δοχείο για τη στάχτη τών τσιγάρων, σταχτοδοχείο …   Dictionary of Greek

  • Ζελέ, Κλοντ Λορέν — (Claude Lorrain Gellée, Σαμάν 1600 – Ρώμη 1682). Γάλλος ζωγράφος. Θεωρείται από τους μεγαλύτερους τοπιογράφους. Έζησε έως το τέλος της ζωής του στη Ρώμη, όπου είχε εγκατασταθεί από τη νεανική του ηλικία. Πρώτος δάσκαλός του ήταν ο Αγκοστίνο Τάσι …   Dictionary of Greek

  • tas — TAS, tasuri, s.n. (înv.) 1. Vas plat (rotund); tipsie, taler; (astăzi) talerul cântarului pe care se pune marfa pentru a fi cântărită. ♢ expr. A umbla cu tasul = a face chetă; a cerşi. ♦ Lighenaş de care se serveşte bărbierul când bărbiereşte. 2 …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”