τάσι — το, Ν 1. μεταλλικό πλατύστομο κύπελλο με το οποίο πίνεται νερό ή άλλο ποτό («η μια κερνάει με το γυαλί... κι η τρίτη η καλύτερη μ ένα ασημένιο τάσι», δημ. τραγούδι) 2. ο μεταλικός δίσκος ζυγαριάς 3. σταχτοδοχείο 4. τεχνολ. μεταλλικό διακοσμητικό… … Dictionary of Greek
τάσις — τάσῑς , τάσις stretching fem acc pl (epic doric ionic aeolic) τάσις stretching fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Tasi, Patras — Tasi (Greek: Τάσι), also with the a accented is a neighbourhood in the city of Patras. It is located close to the castle in the modern upper city. During the Frankish rule, it constructed a square named Tasso. During the Turkish rule, the area… … Wikipedia
αρύταινα — ἀρύταινα, η (Α) 1. είδος δοχείου με μακρύ στενό στόμιο με το οποίο γέμιζαν λάδι τους λύχνους 2. λεκανάκι ή τάσι που χρησιμοποιούσαν στα λουτρά για να ρίχνουν επάνω τους νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρύτω, αττ. τ. του ρ. αρύω ή < αρυτήρ < αρύω] … Dictionary of Greek
κρασοτάσι — το το κύπελλο τού κρασιού, το κρασοπότηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρασί + τάσι «κύπελλο»] … Dictionary of Greek
ξυλογλυπτική — Η τέχνη της απεικόνισης, πάνω σε ξύλο, διαφόρων μορφών ή καλλιτεχνικών σχεδίων. Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και περισσότερο διαδομένες τέχνες σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι αρχαίοι αναπτύξανε την ξ., όχι μόνο για διακοσμητικούς λόγους αλλά και… … Dictionary of Greek
ταμπλάς — (I) και ταβλάς, ο, Ν 1. ξύλινος δίσκος πάνω στον οποίο τοποθετούν οι πλανόδιοι πωλητές το εμπόρευμά τους («τού έπεσε ο ταμπλάς με τα κουλούρια») 2. ο δίσκος, το τάσι τής ζυγαριάς 3. τετράγωνη σανίδα θύρας, θυροφυλλου ή επίπλου τοποθετημένη μέσα… … Dictionary of Greek
τασάκι — το, Ν [τάσι] υποκορ. μικρό δοχείο για τη στάχτη τών τσιγάρων, σταχτοδοχείο … Dictionary of Greek
Ζελέ, Κλοντ Λορέν — (Claude Lorrain Gellée, Σαμάν 1600 – Ρώμη 1682). Γάλλος ζωγράφος. Θεωρείται από τους μεγαλύτερους τοπιογράφους. Έζησε έως το τέλος της ζωής του στη Ρώμη, όπου είχε εγκατασταθεί από τη νεανική του ηλικία. Πρώτος δάσκαλός του ήταν ο Αγκοστίνο Τάσι … Dictionary of Greek
tas — TAS, tasuri, s.n. (înv.) 1. Vas plat (rotund); tipsie, taler; (astăzi) talerul cântarului pe care se pune marfa pentru a fi cântărită. ♢ expr. A umbla cu tasul = a face chetă; a cerşi. ♦ Lighenaş de care se serveşte bărbierul când bărbiereşte. 2 … Dicționar Român